Friday, March 25, 2016

Αιθεροβατώντας..

 Με ένα κεφάλι φορτωμένο σκέψεις διάφορες, ετερόκλητες έφτασε το βράδυ. Μέρες περνούν με συναισθήματα να φωλιάζουν μέσα μου, χωρίς να εξωτερικεύονται. Παρατηρώ τους ανθρώπους, τα πρόσωπά τους, τις κινήσεις τους, το χώρο που καταλαμβάνουν. Άλλοτε νιώθω κοντά τους, άλλοτε τόσο μακριά. Σαν να μην ανήκω σε τουτον τον κόσμο, σαν να μην ήμουν προορισμένη να ζήσω ανάμεσά τους. Πάντα ονειρευόμουν κάτι διαφορετικό, πάντα κατέφευγα σε κόσμους ιδανικούς, καλύτερους από αυτό που με περικύκλωνε.
 Πώς θα ήταν ο κόσμος αν όλα ή τουλάχιστον πολλά ήταν αλλιώς; πώς θα φερόμασταν; θα μπορούσαμε να γίνουμε καλύτεροι; να αλλάξουμε προς μια βελτιωμένη εκδοχή του τρομερού και φοβερού Εγώ μας;
 Θα ήθελα να ζω σε έναν κόσμο όπου δε θα υπήρχει αδικία, ούτε βία. Όπου δε θα υπήρχε φόβος. Γιατί κυριαρχεί ο εγωισμός και ο ατομικισμός πια; Γιατί όλοι ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους, σαν να μην υπάρχει άλλο άτομο γύρω τους; Αν ονειρεύεσαι, σε θεωρούν ηλίθιο...σε λένε ονειροπόλο. Αν θες να ζεις μια ζωή διαφορετική από ό,τι οι υπόλοιποι, σε αποκαλούν περιθωριακό... Αν χαρείς επειδή βλέπεις τους γύρω σου ευτυχισμένους και χαρούμενους, σε φιμώνουν, σε θεωρούν αγαθό..γιατί τα προβλήματα είναι άλλα...Μιλάνε όλοι για αριθμούς, για λεφτά, ξανά αριθμοί, κέρδη, απώλειες...όλα υλικά...όλα αναλώσιμα...τα όνειρα χάθηκαν, πέταξαν μακριά από μια πόλη γκρίζα που σιχαίνεται τον ίδιο της τον εαυτό. Μια πόλη λερή, ντυμένη με ράκη, προσπαθώντας στους ροζ της, νυχτερινούς περιπάτους να δείξει λίγη αίγλη,- ό,τι της έμεινε μέσα στη χίμαιρα του ξεπεσμού της. Σάρωσε τα πάντα, μαζί και τους ανθρώπους της. Έγιναν κι αυτοί γκρίζοι, βρώμικοι, διεφθαρμένοι, απομακρυσμένοι εντελώς από το όνειρο, από το χαμόγελο, από την ευτυχία...
  Ποιος είναι ευτυχισμένος; Αυτός που έχει κέρδη; Αυτός που έχει αγαθά; Οι όροι έχουν αντιστραφεί. Το χαμόγελο έχει σβήσει κι εγώ θέλω να φωνάξω με όλη τη δύναμή μου. Δεν αντέχω πια την αδικία, δεν αντέχω τη μιζέρια, σιχάθηκα το λίγο τους, θέλω το πολύ, θέλω αυτό που φαντάζει αδύνατο, θέλω ειλικρίνεια, όχι άλλα ψέματα.

  Εσύ, το μικρό παιδί, που στέκεις και με κοιτάς ενώ τα γράφω όλα αυτά, που με κοιτάς με τα υπέροχα αυτά μάτια, τα αθώα, σε παρακαλώ, μην τους αφήσεις να σε κάνουν αυτό που τους συμφέρει. Κράτησε την αλήθεια των ματιών σου και κοίταζε με στα μάτια, λέγοντάς μου ότι θα περάσει, ότι δεν είμαι αφελής που ακόμα ονειρεύομαι, ότι αξίζει να αγαπάω ακόμα, ότι κάπου εκεί υπάρχει αγνή, ανιδιοτελής ομορφιά, υπάρχει ο έρωτας. Χωρίς αυτόν τι θα κάνουμε μάτια μου; Πώς θα ζήσουμε; Υπάρχει ελπίδα;